Η Αλεξάνδρα Ελμπακιάν, απόφοιτος από το Καζακστάν, διέρρευσε παράνομα εκατομμύρια έγγραφα και πιστεύεται ότι φυγαδεύτηκε στην Ρωσία, όπως έκανε σε παρόμοια περίπτωση ο Έντουαρντ Σνόουντεν. Μπορεί να μην αποκάλυψε κρατικά μυστικά, αλλά υπερασπίστηκε το δημόσιο δικαίωμα στην γνώση, παρέχοντας ελεύθερη δικτυακή πρόσβαση σε όλα τα επιστημονικά άρθρα που έχουν ποτέ δημοσιευτεί, με θεματολογίες από την ακουστική ως τη ζυθοποιία.
Η διαμαρτυρία της για το χρηματικό αντίτιμο συνδρομής των εκπαιδευτικών περιοδικών την έκανε ροκ σταρ για τους υποστηριχτές της ανοιχτής πρόσβασης, και έδειξε πως επιστημονικά ευρήματα που θα μπορούσαν να πληροφορούν ιδιωτικές και δημόσιες πολιτικές αποφάσεις σε θέματα με πολλά συνεπακόλουθα, όπως η υγεία, τα οικονομικά και το περιβάλλον, είναι συνήθως ακριβά για να διαβαστούν και αδύνατον να συλλεχθούν ή να επεξεργαστούν.
“Ουσιαστικά, μόνο οι επιστήμονες των πολύ μεγάλων, καλά χρηματοδοτούμενων πανεπιστημίων, στον αναπτυσσόμενο κόσμο, έχουν πλήρη πρόσβαση στην δημοσιευμένη έρευνα,” είπε ο Μίκαελ ‘Εισεν, καθηγητής γενετικής, γονιδιωματικής και ανάπτυξης στο πανεπιστήμιο Μπερκλεϋ της Καλιφόρνιας, και καιρό υποστηριχτής της ανοιχτής πρόσβασης. “Το υπάρχον σύστημα καθυστερεί την επιστήμη, καθυστερώντας την επικοινωνία της δουλειάς, την καθυστερεί περιορίζοντας τον αριθμό των ανθρώπων που μπορούν να δουν την πληροφορία και συνθλίβει την δυνατότητα ανάλυσης δεδομένων, αντίστοιχης με αυτής που θα γινόταν αν τα άρθρα δεν κάθονταν σε κλειδωμένες βάσεις δεδομένων.”
Τον περασμένο χρόνο, οι εκδότες των περιοδικών έβγαλαν αθροιστικά $10 δις, τα περισσότερα από ερευνητικές βιβλιοθήκες, οι οποίες έχουν ετήσια συνδρομή από $2,000 έως $35,000 τον τίτλο, αν οι συνδρομές αφορούν δέσμες τίτλων, τότε κοστίζουν εκατομμύρια. Οι μεγαλύτερες εταιρίες όπως η Elsevier, Taylor& Francis, Springer and Wiley έχουν περιθώρια κέρδους μεγαλύτερα από 30%, τα οποία, λένε, είναι δικαιολογημένα αφού είναι οι Θεραπευτές της έρευνας, επιλέγοντας μόνο τα πιο άξια άρθρα προς δημοσίευση. Επιπλέον, ενορχηστρώνουν την αξιολόγηση, σύνταξη και αρχειοθέτηση των άρθρων.
Αυτό είναι το επιχείρημα του Elsevier, το οποίο βρήκε τη στήριξη πραγματογνωμόνων μέρους της βιομηχανίας, όταν μήνυσε την κα Ελμπακιάν, και οδήγησε το περασμένο φθινόπωρο, σε διαταγή κατά της ιστοσελίδας της Sci-Hub, ανταλλαγής αρχείων. “Είναι σαν να δικαιολογούμε την κλοπή περιεχομένου γιατί το θεωρούμε ακριβό, και αυτό με εκπλήσσει.” λέει η Αλίσα Γουάϊζ, διευθύντρια παγκόσμιας πρόσβασης του Elsevier. “Σαν να μπαίνεις στο μανάβικο, και να νιώθεις μη επιλήψιμο το να κλέψεις μια οργανική σοκολάτα αρκεί να αφήσεις την Κιτ Κατ στο ράφι.”
Όμως αφού η απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου δεν έχει ισχύ στην Ρωσία (Η κα Ελμπακιαν δεν επιβεβαιώνει ακριβώς που βρίσκεται), στο ίντερνετ λίγο πολύ, το Sci-Hub συνεχίζει να μοιράζει εκατοντάδες χιλιάδες άρθρα καθημερινά, σε ένα σύνολο 10 εκατομμυρίων επισκεπτών. Σ’ ένα email, η κα Ελμπακιάν είπε πως είχε μεν πρακτικά κίνητρα “χρειάζεται τα άρθρα για την δικιά της ακαδημαϊκή έρευνα” αλλά και φιλοσοφικά. Θεωρεί το ίντερνετ ένα “παγκόσμιο μυαλό” και εφόσον το χρηματικό αντίτιμο συνδρομής παρεμποδίζει την ελεύθερη ροή της πληροφορίας, αποτρέπει την πλήρη “συνειδητοποίηση” της ανθρωπότητας. Η επόμενη δίκη γι αυτό το θέμα είναι στις 17 Μαρτίου.
Σκιά στην υπόθεση είναι η περίπτωση ενός προγραμματιστή, ακτιβιστή της ανοιχτής πρόσβασης Άρον Σβαρτζ, ο οποίος κρεμάστηκε το 2013 μόλις κατηγορήθηκε για ηλεκτρονική απάτη γιατί κατέβασε εκατομμύρια άρθρα ακαδημαϊκών περιοδικών μέσω ενός σέρβερ στο Μ.Ι.Τ. Του επιβλήθηκαν χρηματικά πρόστιμα και ποινή φυλάκισης, παρά το γεγονός ότι κανείς δεν γνώριζε πως θα χρησιμοποιούσε το υλικό που κατέβασε.
Ως απάντηση στην μήνυση εναντίον της, η κα Ελμπακιάν έγραψε γράμμα στο δικαστήριο τονίζοντας πως η Elsevier, όπως και άλλοι εκδότες περιοδικών, δεν πληρώνουν για την απόκτηση των ερευνητικών μελετών. Επιπλέον, οι εκδότες δεν πληρώνουν τους αξιολογητές, οι οποίοι λειτουργούν εθελοντικά, ή τους συντάκτες. Αλλά χρεώνουν αυτούς τους ίδιους ερευνητές, αξιολογητές και συντάκτες, καθώς και τους πολίτες, η φορολόγηση των οποίων πιθανότατα επιδοτεί αφενός την μελέτη αλλά και την ανάγνωση των άρθρων που αυτή παράγει.
“Διαφέρει πολύ από την βιομηχανία μουσικής ή κινηματογράφου, όπου οι δημιουργοί λαμβάνουν από κάθε αντίγραφο που πωλείται,” αναφέρει η κα Ελμπακιάν. “Θα ήθελα να αναφέρω επίσης πως δεν λάβαμε καμία καταγγελία από συγγραφείς ή ερευνητές.”
Το νόμιμο κατέβασμα ενός επιστημονικού άρθρου χωρίς συνδρομή κοστίζει περίπου $30, τα οποία αθροίζονται γρήγορα αναλογίζοντας ότι μια αναζήτηση σε ένα πολύ περιορισμένο τομέα μπορεί να παράξει εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες άρθρα. Και το υπερβολικό κόστος συνδρομής στα περιοδικά, στερεύει τους προϋπολογισμούς των βιβλιοθηκών. “Οι τιμές έχουν αυξηθεί με ρυθμό διπλάσιο των τιμών υγειονομικής περίθαλψης τα τελευταία 20 χρόνια, άρα αποκαλύπτεται ένα πραγματικό σκάνδαλο” λέει ο Πίτερ Σούμπερ, διευθυντής ακαδημαϊκής επικοινωνίας στο Χάρβαρντ. “Έχει σημασία πως ακόμα και το Χάρβαρντ υποφέρει που διαθέτει τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό από οποιαδήποτε άλλη ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη στον κόσμο.”
Ο κος Σούμπερ εντούτοις, συμπλήρωσε πως δεν συμμερίζεται την επιθετική τακτική της κας Ελμπακιάν: “Η παράνομη πρόσβαση δίνει κακό όνομα στην ανοιχτή πρόσβαση.” Μια λύση, είπε, ήταν να ωθήσουμε τους ερευνητές να δημοσιεύουν σε περιοδικά ανοιχτής πρόσβασης όπως σε εκείνα υπό την αιγίδα της Δημόσιας Επιστημονικής Βιβλιοθήκης, (PLOS), με συνιδρυτή τον Δρ. Έισεν του Μπέρκλεϋ. Μα αυτό το οικονομικό μοντέλο προϋποθέτει οι συγγραφείς να πληρώνουν για την διαδικασία από $1500 έως $3000 το άρθρο ώστε να αποσβένει ο εκδότης τη δαπάνη του. Άλλη επιλογή είναι να ανεβάζουν τα άρθρα στις αποκαλούμενες “δεξαμενές προδημοσίευσης” όπου τα άρθρα γίνονται διαθέσιμα προτού εγκριθούν από εκδότη ή δρομολογηθούν για αναθεώρηση και σύνταξη. Εμπόδιο σε αυτό είναι η επικρατούσα άποψη πως τα πιο προβεβλημένα περιοδικά δεν αποδέχονται συνήθως μια ήδη κοινοποιημένη μελέτη.
Ύστερα από τον θάνατο του κ. Σβαρτζ, ο Λευκός Οίκος εξέδωσε οδηγία προς υπηρεσίες που βγάζουν περισσότερα από $100 εκατομμύρια από ερευνητικές επιδοτήσεις να κοινοποιούν τα ευρήματά τους μέσα στο έτος της δημοσίευσης. Επίσης, βάσει νομοθεσίας απαιτείται το ίδιο μόνο που η περίοδος του εμπάργκο αφορά ένα εξάμηνο. Ιδιώτες όπως οι Welcome Trust, Howard Hughes Medical Institute και το ίδρυμα Bill & Melinda Gates έχουν ήδη ξεκινήσει να επιδοτούν την ανοιχτή πρόσβαση στην αρθρογραφία, καθώς και πιθανότατα στα δεδομένα που την υποστηρίζουν. Οι ερευνητές σε κάποιους κλάδους, όπως η φυσική και τα μαθηματικά, έχουν ανοίξει περιοδικά ελεύθερης πρόσβασης για διαμαρτυρία στο χρηματικό αντίτιμο που ζητούν οι εκδότες, ή έχουν σχηματίσει κοινοπραξίες που καλύπτουν το ποσό που οι εκδότες χρεώνουν τους αρθρογράφους να κάνουν την δουλειά τους ανοιχτή.
Παρατηρούμε πλέον μια μετατόπιση προς μια εποχή πειραματισμού και εφαρμογής στο πως η ανοιχτή πρόσβαση μπορεί να λειτουργήσει “λέει ο Ντεϊβιντ Κρόττυ, διευθυντής σύνταξης στον μη κερδοσκοπικό εκδοτικό οίκο του πανεπιστημίου του Oxford, ο οποίος εφαρμόζει φόρμες, αποκλειστικά ελεύθερης πρόσβασης, στα νέα του περιοδικά.
Μετάφραση: Αναστάσιος Γκότζιας
πηγή: http://www.nytimes.com